χαλκεοκάρδιος

Revision as of 11:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, with heart of brass, Theoc.13.5.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur d'airain.
Étymologie: χαλκός, καρδία.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων χαλκίνην καρδίαν, cui rebur et aes triplex circa pectus, Θεόκρ. 13. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, μελανο-κάρδιος].

Greek Monotonic

χαλκεοκάρδιος: -ον, αυτός που έχει καρδιά από χαλκό, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεοκάρδιος: с медным сердцем, т. е. неустрашимый (Ἀμφιτρύωνος υἱός = Ἡρακλῆς Theocr.).

Middle Liddell

χαλκεο-κάρδιος, ον,
with heart of brass, Theocr.