χαλκεοκάρδιος

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεοκάρδιος Medium diacritics: χαλκεοκάρδιος Low diacritics: χαλκεοκάρδιος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: chalkeokárdios Transliteration B: chalkeokardios Transliteration C: chalkeokardios Beta Code: xalkeoka/rdios

English (LSJ)

χαλκεοκάρδιον, with heart of brass, Theoc.13.5.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur d'airain.
Étymologie: χαλκός, καρδία.

Russian (Dvoretsky)

χαλκεοκάρδιος: с медным сердцем, т. е. неустрашимый (Ἀμφιτρύωνος υἱός = Ἡρακλῆς Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων χαλκίνην καρδίαν, cui rebur et aes triplex circa pectus, Θεόκρ. 13. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυκάρδιος, μελανοκάρδιος].

Greek Monotonic

χαλκεοκάρδιος: -ον, αυτός που έχει καρδιά από χαλκό, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

χαλκεο-κάρδιος, ον,
with heart of brass, Theocr.