χαλκεοκάρδιος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
χαλκεοκάρδιον, with heart of brass, Theoc.13.5.
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernem, unerschrockenem Herzen, der Etwas aushalten, ertragen kann, Theocr. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur d'airain.
Étymologie: χαλκός, καρδία.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεοκάρδιος: с медным сердцем, т. е. неустрашимый (Ἀμφιτρύωνος υἱός = Ἡρακλῆς Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων χαλκίνην καρδίαν, cui rebur et aes triplex circa pectus, Θεόκρ. 13. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ατρόμητη καρδιά («Ἀμφιτρύωνος ὁ χαλκεοκάρδιος υἱός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυκάρδιος, μελανοκάρδιος].
Greek Monotonic
χαλκεοκάρδιος: -ον, αυτός που έχει καρδιά από χαλκό, σε Θεόκρ.