Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Menander, Monostichoi, 320
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao. opt. de ἀναστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνστρέψειαν: ποιητ. ἀντὶ ἀναστρέψειαν.
English (Autenrieth)
see ἀναστρέφω.
Greek Monotonic
ἀνστρέψειαν: ποιητ. αντί ἀνα-στρέψειαν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνστρέψειαν: эп. 3 л. pl. aor. opt. к ἀναστρέφω.