ἀρχεδίκης

From LSJ
Revision as of 15:52, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Besitzer von Anfang an, rechtmäßiger Besitzer, Pind. P. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεδίκης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ ἀπ’ ἀρχῆς ἰδιοκτήτης, ὁ νόμιμος κτήτωρ, ἁμετέρων ἀποσυλᾰσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέων Πινδ. Π. 4. 196.

Greek Monolingual

ἀρχεδίκης, ο (Α)
ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε- + -δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

ἀρχεδίκης: ου ὁ исконный, т. е. законный владелец Pind.