ἄντροθε
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
from a cave, Pi.P.4.102.
German (Pape)
[Seite 265] aus der Höhle her, Pind. P. 4, 102.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντροθε: ἐπίρρ. ἐσχηματισμένον ὡς τὸ οἴκοθεν, ἐξ ἄντρου, ἄντροθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας Πινδ. Π. 4. 181.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ἄντροθε: adv. из пещеры (νεῖσθαι Pind.).