ἐμφυλλισμός

From LSJ
Revision as of 15:08, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφυλλισμός Medium diacritics: ἐμφυλλισμός Low diacritics: εμφυλλισμός Capitals: ΕΜΦΥΛΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: emphyllismós Transliteration B: emphyllismos Transliteration C: emfyllismos Beta Code: e)mfullismo/s

English (LSJ)

ὁ, engrafting, side-graft, Gp.10.75.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
bot. injerto de lado, lateral e.e. entre el tronco y la corteza τὸ κίτριον μόλις δέχεται ἐμφυλλισμόν, ὡς λεπτόφλοιον Gp.10.76.7, op. ἐγκεντρισμόςinjerto en el interior’ del tronco Gp.10.75.3, 76.7
injerto por aproximación δεῖ πρὸ τοῦ ἐγκεντρισμοῦ πάσσαλον παραπῆξαι τοῦ διάσειστον κρατεῖν τὸ ἐγκεντρισθέν. καλεῖται δὲ τοῦτο ἐ. Anecd.Plant.2.2.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, das Pfropfen zwischen Holz und Rinde, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφυλλισμός: ἐγκεντρισμός, «ἐμβόλιασμα», Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4, Γεωπ. 10. 75, 1.

Greek Monolingual

ἐμφυλλισμός, ο (AM)
η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ' ένα δένδρο.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφυλλισμός: ὁ с.-х. прививка Arst.