ἐξοριστικός

From LSJ
Revision as of 12:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 887] ή, όν, verbannend, entfernend, δύναμις D. L. 10, 143.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοριστικός: -ή, -όν, ὁ ἐξορίζων, Διογ. Λ. 10. 143· ἀλλ’ ἴδε ἐξεριστικός.

Greek Monolingual

ἐξοριστικός, -ή, -όν (Α) εξόριση
αυτός που επιβάλλει την εξορία ως ποινή.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοριστικός: могущий изгнать, изгоняющий (δύναμις Diog. L. - v. l. к ἐξεριστικός).