ἑπτάπους
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
οξ, ἡ, A seven feet long, σκιά Ar.Fr.675, cf. IG12.372.19, Anon.in Tht.34.25. 2 having seven feet, πολύπους Ael. Fr.143.
German (Pape)
[Seite 1013] ποδος, sieben Fuß lang, Hesych.; σκιά, Ar. bei Ath. XI, 502 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 564, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 19, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἑπτάπους, -ουν (AM)
1. μήκους επτά ποδών
2. (για πολύποδα) αυτός που έχει επτά πόδια.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάπους: πουν, gen. ποδος Arph. = ἑπταπόδης.