ἔκτμημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, section, segment, τῆς γῆς ἐκτμήματα, of the zones, Arist.Mete.362b5.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
geog. sección, segmento, zona τῆς γῆς Arist.Mete.362b5, cf. 363a29, Gem.16.5, τοῦ ὡμοιωμένου τῷ τοῦ τυμπάνου ἐκ τμήματι el parecido (de la tierra) con la sección de un cilindro Epicur.Fr.[26.27] 6, cf. Alex.Aphr.in Mete.108.18.
German (Pape)
[Seite 781] τό, das Ausgeschnittene, Stück, γῆς, Arist. Heteorl. 2, 5, Zone.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτμημα: τό, τμῆμα, χώρισμα, τῆς γῆς ἐκτμήματα, ἐπὶ τῶν ζωνῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12.
Greek Monolingual
ἔκτμημα, το (Α)
τμήμα, κομμάτι ή ζώνη γης.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτμημα: ατος τό отрезок, кусок, геогр. пояс (τὸ ἔ. - sc. τῆς γῆς - τὸ ὑφ᾽ ἡμῶν οἰκούμενον Arst.).