ἔντριχος

Revision as of 17:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, A hairy, AP14.62, Sm.Ps.67(68).22; with the hair on, δέρμα Tz.ad Lyc.634. II Subst., τὸ ἔ. wig. Poll.2.30. III ἔντριχον· ἀσθενές, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἔντρῐχος) -ον
1 cubierto de pelo, que tiene pelo λίην ἔ. εἰμι habla una pelota AP 14.62, κορυφή de pers., Sm.Ps.67.22, Eus.M.23.705C, χιτὼν σκύτινος ἔ. Poll.7.70, τὰ ὄστρακα ... χρίσας πηλῷ ἐντρίχῳ habiendo embadurnado las cáscaras con barro envuelto en pelo para hacer cristal, Anon.Alch.349.3
neutr. subst. τὸ ἔ. peluca Paus.Gr.π 21, Poll.2.30, Phot.s.u. πηνήκη, Sud.s.u. πηνίκη, Apostol.14.29.
2 ἔντριχον· ἀσθενές Hsch. (prob. corrupto).

German (Pape)

[Seite 858] mit Haaren versehen, Aenigm. 23 (XIV, 62); – τὸ ἔντριχον, nach VLL. eine Art Perücke, falsches Haar, bei Poll. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chevelu.
Étymologie: ἐν, θρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντρῐχος: -ον, πλήρης τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· μετὰ τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, προκόμιον προσθετόν, φενάκη, «περοῦκα», Πολυδ. Β΄, 30.

Greek Monolingual

ἔντριχος, -ον (AM)
ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
μσν.
αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον
περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη.

Greek Monotonic

ἔντρῐχος: -ον (θρίξ), μαλλιαρός, τριχωτός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔντρῐχος: волосатый, мохнатый Anth.

Middle Liddell

ἔν-τρῐχος, ον adj θρίξ
hairy, Anth.