Ἐλείθυια
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
ἡ, v. Εἰλείθυια.
Spanish (DGE)
Ἐλειθυίη v. Εἰλείθυια.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐλείθυια: ἡ, ποιητ. ἀντὶ Εἰλείθυια.
English (Slater)
Ἐλείθυια daughter of Hera, goddess of childbirth. τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας (O. 6.42) ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (P. 3.9) Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων, παῖ μεγαλοσθενέος, ἄκουσον, Ἥρας, γενέτειρα τέκνων (N. 7.1) πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων Ἐ]λείθυιά τε καὶ Λάχεσις (sc. at the birth of Apollo and Artemis.) (Pae. 12.17)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Ἐλείθυια: ἡ, ποιητ. αντί Εἰλείθυια.
Russian (Dvoretsky)
Ἐλείθυια: ἡ Pind. = Εἰλείθυια.