ὁλοκαυτόω
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 325] = ὁλοκαυτέω; ὡλοκαύτωσαν τοὺς ταύρους, Xen. Cyr. 8, 2, 24; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ὡλοκαύτωσα;
v. ὁλοκαυτέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοκαυτόω: ὁλοκαύτωμα, ὁλοκαύτωσις, ἴδε ἐν λέξει ὁλοκαυτέω.
Greek Monotonic
ὁλοκαυτόω: μέλ. -ώσω, = το προηγ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὁλοκαυτόω: (о жертвенном животном) сжигать полностью (ταῦρον Xen., Plut.).