ὑποκάπτω
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
snap up, Arist.HA618a23.
German (Pape)
[Seite 1219] darunter wegschnappen, zuvor aufessen, Arist. H. A. 9, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάπτω: μέλλ. -ψω, κάπτω (χαύτω) ὑφαρπάζων τι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 29, 3.
Greek Monolingual
Α
αρπάζω κάτι κρυφά και το καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κάπτω «καταβροχθίζω, καταπίνω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάπτω: заглатывать, пожирать (τι Arst.).