ὑποκάπτω
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1219] darunter wegschnappen, zuvor aufessen, Arist. H. A. 9, 29.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάπτω: заглатывать, пожирать (τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάπτω: μέλλ. -ψω, κάπτω (χαύτω) ὑφαρπάζων τι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 29, 3.
Greek Monolingual
Α
αρπάζω κάτι κρυφά και το καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κάπτω «καταβροχθίζω, καταπίνω»].