Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δωρίς

From LSJ
Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

η (Α δωρίς)
νεοελλ.
1. οπισθοβράγχιο γαστερόποδο της οικογένειας τών δωριδοδών
2. Δωρίδα και Δωρίς (AM Δωρίς)
περιοχή της Στερεάς Ελλάδας ανάμεσα στη Φωκίδα και τη Λοκρίδα
αρχ.
1. ως επίθ. δωρική
2. (για πρόσ.) αυτή που κατάγεται από δωρικό γένος
3. ως ουσ. α) είδος μαχαιριού που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες
β) ονομασία διαφόρων φυτών.

Russian (Dvoretsky)

δωρίς: ίδος ἡ (sc. μάχαιρα) дорический нож (для жертвоприношений) Eur.