αἰθερονόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (νέμομαι) = αἰθεροβόσκας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθερονόμος: -ον, (νέμομαι) = αἰθεροβόσκας, «αἰθερονόμων, τῶν ἐν ὕψει τὴν νομὴν ἐχόντων», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον que se alimenta del o en el éter Hsch.