αἰθεροβόσκας
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
v. sub αἰθερονόμος.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθεροβόσκας: -ου, ὁ ζῶν ἐν τῷ αἰθέρι, Κερδίκας παρὰ Διογ. Λ. 6. 76.
Russian (Dvoretsky)
αἰθεροβόσκᾱς: ου adj. m живущий в эфире Diog. L.