εἰκοτολογέω
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
English (LSJ)
infer from probabilities, Str. 13.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοτολογέω: λέγω ἐκ συμπερασμοῦ, συμπεραίνω, πιθανολογῶ, Στράβων 620.
Spanish (DGE)
conjeturar, deducir a partir de probabilidades τὴν δὲ τῶν πλανήτων τάξιν Ph.1.504, εἰκοτολογεῖν δ' ἐστί, κἂν εἴ τις ... Str.13.3.2
•en sent. peyor. basarse en habladurías o suposiciones δειναὶ γὰρ αἱ εὔθικτοι ... φύσεις εἰκοτολογῆσαι Ph.2.554, cf. Pall.V.Chrys.19.47
•suponer, figurarse en v. pas. ἵνα εἰκοτολογηθῇ τὸ ἐν νυκτὶ τολμῆσαι τοὺς Φαίακας ἐπεῖξαι Eust.1736.4.