χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
κωμάσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κωμάζω.
κωμάσδω: Δωρ. αντί κωμάζω.
κωμάσδω: дор. Theocr. = κομάζω.
κωμάσδω Dor. voor κωμάζω.