έβδομος

From LSJ
Revision as of 09:10, 9 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἕβδομος, -η, -ον)
1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά
2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν)
ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου
αρχ.
1. (ως απόλ.) επτά
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον
για έβδομη φορά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἕβδομα
έργο επτά χρόνων.

Εγώ μεταφραστής