ἀνανταγωνίστως
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
French (Bailly abrégé)
adv.
sans lutte.
Étymologie: ἀνανταγώνιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναντᾰγωνίστως: без борьбы или сопротивления (τυγχάνειν τῆς δόξης Plut.).