κυλίνδηση
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
η (Α κυλίνδησις) κυλίνδω
κύλιση, κύλισμα
αρχ.
1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.)
2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας.