εκείσε

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

ἐκεῑσε και κεῑσε (AM)
επίρρ. (για στάση) εκεί
αρχ.
1. (για κίνηση) προς τα εκεί
2. στον άλλο κόσμο
3. (για λόγο) σε κείνο το σημείο.