πει
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
Doric indef., anywhere, SIG 527.126 (Dreros, iii BC).
Greek Monolingual
(I)
και πι, το / πεῑ, και πῑ, ΝΜΑ
η ονομασία του γράμματος π.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική του γράμματος pē του βορειοσημιτικού αλφαβήτου που σήμαινε αρχικά το «στόμα». Η αρχική απόδοση του πεῖ ήταν με νόθο δίφθογγο / ē / ενώ η γρφ. πῖ είναι νεώτερο προϊόν ιωτακισμού. Η ονομασία του γράμματος πεῖ φαίνεται ότι αποτέλεσε το πρότυπο της ονομασίας των φεῖ, χεῖ, ψεῖ και ξεῖ (βλ. και εγκυκλοπαιδικό λ. -π-)].