αὐτογενέτωρ
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
τορος, = αὐτογένεθλος (self-producing) 2, PMagPar. 2.1561, PMagLeid. W. 7.6.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
que se produce o engendra por sí mismo μέγας θεός PMag.4.1561, κρύψον με προστάγματι τοῦ ὄντος ἐν οὐρανῷ αὐτογενέτορος PMag.13.269, en el culto crist. παντοκράτωρ πρωτογενέτωρ αὐ. Dioscorus en PMasp.188.1.