πυρισπόρος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ον, = πυρίσπαρτος (sowing fire, inflaming), PMagPar. 1.596.
German (Pape)
[Seite 823] Feuer säend,? – πυρίσπορος, im Feuer gesäet, geboren, Opp. Cyn. 4, 304 Orph. Hymn. 44, 1. 51, 2.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
πυρίσπαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία].