λαμπροφοίτης
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
Spanish
Greek Monolingual
λαμπροφοίτης, -ου, ό (Α)
(για τον ήλιο) αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. οροφοίτης, ουρανοφοίτης·