σκώρ

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

French (Bailly abrégé)

σκατός (τό) :
excrément.
Étymologie: pour *σκαρτ ; cf. ἥπαρ pour *ἥπαρτ ; lat. stercus.

Greek Monolingual

δωρ. τ. σκώρ, γεν. σκατός, τὸ, Α
περίττωμα, αποπάτημα, σκατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)ke-r- «κόπρος» (πρβλ. λατ. mu-scerda, αρχ. νορβ. skarn, χεττιτ. šakar, šaknaš) και εμφανίζει εναλλαγή r / n στο επίθημα τών τ. της ονομ. σκῶρ και της γεν. σκατός (< σκ-n-τος), αντίστοιχα (πρβλ. ὕδωρ, ὕδατος). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο τ. σκῶρ εμφανίζει στην ονομ. και αιτ. μακρό φωνηεντισμό -ωρ- στο επίθημα -γ- αντί της αναμενόμενης συνεσταλμένης βαθμίδας -αρ- (πρβλ. ἧπ-αρ)].