αδικαιολόγητος
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδικαιολόγητος, -ον) δικαιολογῶ
αυτός που δεν δικαιολογήθηκε ή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν δικαιολογίες, που δεν μπορεί να τον δικαιολογήσει κανείς
2. ο ασυγχώρητος.