ἐξινόω
From LSJ
English (LSJ)
strip of fibre and sinew, destroy, Lyc.841 (Pass.); but ἐξινώμενος (from ἐξινάω), = ἐκκενούμενος... Hsch.; = κεκαθαρμένος, dub. in Com.Adesp.1004.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῑνόω: ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, καταστρέφω, Λυκόφρ. 841· ἀλλ’ ἐξινώμενος (ἐξ ἐνεστ. ἐξινάω) = κεκαθαρμένος ἐν Κωμικ. Ἀνων. 318. Πρβλ. ὑπέρινος. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξινώμενον· ἐκκενούμενον, ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων».