θλάσπι

From LSJ
Revision as of 14:33, 10 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλάσπι Medium diacritics: θλάσπι Low diacritics: θλάσπι Capitals: ΘΛΑΣΠΙ
Transliteration A: thláspi Transliteration B: thlaspi Transliteration C: thlaspi Beta Code: qla/spi

English (LSJ)

τό, Dsc. 2.156, Plin. HN 27.140: = θλάσπις (shepherd's purse, Capsella bursa-pastoris).

Greek (Liddell-Scott)

θλάσπι: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

το (Α θλάσπι)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καππαρώδη, οικογένεια βρασσικίδες
αρχ.
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θλάσπις.