φλιδάνω

From LSJ
Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλιδάνω Medium diacritics: φλιδάνω Low diacritics: φλιδάνω Capitals: ΦΛΙΔΑΝΩ
Transliteration A: phlidánō Transliteration B: phlidanō Transliteration C: flidano Beta Code: flida/nw

English (LSJ)

v. φλιδάω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδάνει
διαπίπτει, διαρρεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ-(β., λ. φλίω), κατά τα ρ. σε -άνω. Παρλλ. απαντά και ένας τ. αορ. ἔφλιδεν
διέρρεεν, ἐρρήγνυεν (για το ζεύγος φλιδάνω: ἔφλιδον, πρβλ. ἁμαρτάνω: ἥμαρτον, καταδαρθάνω: κατέδαρθον)].