ἄρρυπος
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ον, clean, δίαιτα Hierocl.in CA17p.459M.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἄρυ- Const.App.2.53.5, Anast.Ant.M.89.744C
limpio, puro, δίαιτα Hierocl.in CA 17.10, del aire, Anast.Ant.l.c., καθαρᾷ τῇ καρδίᾳ καὶ ἀρύπῳ Const.App.l.c.
Greek Monolingual
ἄρρυπος, -ον (Μ) ρύπος
ο ακηλίδωτος, ο καθαρός.