Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Full diacritics: θρύλιγμα | Medium diacritics: θρύλιγμα | Low diacritics: θρύλιγμα | Capitals: ΘΡΥΛΙΓΜΑ |
Transliteration A: thrýligma | Transliteration B: thryligma | Transliteration C: thryligma | Beta Code: qru/ligma |
[ῡ], ατος, τό, fragment, Lyc.880.
θρύλιγμα: (κοινῶς θρύλλ-), τό, σύντριμμα, Λυκόφρ. 880.
θρύλιγμα, τὸ (Α) θρυλίσσω
το σύντριμμα.