κορυμβάς

From LSJ
Revision as of 02:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβάς Medium diacritics: κορυμβάς Low diacritics: κορυμβάς Capitals: ΚΟΡΥΜΒΑΣ
Transliteration A: korymbás Transliteration B: korymbas Transliteration C: korymvas Beta Code: korumba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (κόρυς) string running round a net, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορυμβάς: -άδος, ἡ, (κόρυς), σχοινίον περιθέον τὸ δίκτυον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορυμβάς, -άδος, ἡ (Α) κόρυμβος
το σχοινί που βρίσκεται γύρω γύρω στην άκρη του διχτιού και με το οποίο σφίγγεται και κλείνει το δίχτυ.