ὠμόϋπνος
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ον, with one's sleep not slept out, ὠ. ἀνιστάναι τινά Eup.305; ἀναπηδῆσαι ὠ. Philostr. VA8.31.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόϋπνος: -ον, (ὠμὸς) ὁ μόλις ἀποκοιμηθείς, ὁ μὴ κοιμηθεὶς ὅσον χρειάζεται, οἰμώξει μακρά, ὁτιή μ’ ἀνέστης ὠμόϋπνον Εὔπολις ἐν Ζωναρᾶ Λεξικ. σ. 605· μειράκιον ὥσπερ ἐμμανὲς ἀναπηδῆσαν ὠμόϋπνον, εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ὕπνου, Φιλόστρ. ἐν βίῳ Ἀπολλ. 8, 31, σελ. 371· βλέφαρον ὠμόϋπνον σπῶν Κ. Μανασσ. Χρον. 5301.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που δεν έχει ακόμη αποκοιμηθεί ή αυτός που μόλις αποκοιμήθηκε («μειράκιον ὤσπερ ἐμμανὲς ἀναπηδῆσαν ὠμόϋπνον», Φιλόστρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ὕπνος.