κρέμασμα

Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ατος, τό, = κρεμασμός (suspension), Sch. rec. A. Pr. 157.

Greek (Liddell-Scott)

κρέμασμα: τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157.

Greek Monolingual

το (Μ κρέμασμαν) κρεμώ
το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ.
1. απαγχονισμός
2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά
μσν.
στήριγμα.