νωγαλίζω
From LSJ
English (LSJ)
= foreg., Alex.275: pf. Pass. ἐνωγάλισται in Eub.15.7 is f.l. for νενωγ-.
Greek (Liddell-Scott)
νωγαλίζω: τῷ προηγ., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 5· - ὁ Εὔβουλος ἐν «Αὔγῃ» 1. 7 μεταχειρίζεται ἀνώμαλον πρκμ. παθ. ἐνωγάλισται, περὶ οὗ ἴδε Meineke.