κυνόμορον

From LSJ
Revision as of 02:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόμορον Medium diacritics: κυνόμορον Low diacritics: κυνόμορον Capitals: ΚΥΝΟΜΟΡΟΝ
Transliteration A: kynómoron Transliteration B: kynomoron Transliteration C: kynomoron Beta Code: kuno/moron

English (LSJ)

τό, = κυνόσβατος, Gal.12.426; also, = ἀπόκυνον, Id.11.835.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· ὡσαύτως = κυνοκράμβη, ὁ αὐτ. 13. 138.

Greek Monolingual

κυνόμορον, τὸ (Α)
1. ο καρπός της κυνοσβάτου
2. το φυτό απόκυνο, αλλ. κυνοκράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορον].