κοτυλίσκη
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
ἡ, v. κοτυλίσκος.
Greek Monolingual
κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδίσκη, φιαλίσκη)].
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
Full diacritics: κοτυλίσκη | Medium diacritics: κοτυλίσκη | Low diacritics: κοτυλίσκη | Capitals: ΚΟΤΥΛΙΣΚΗ |
Transliteration A: kotylískē | Transliteration B: kotyliskē | Transliteration C: kotyliski | Beta Code: kotuli/skh |
ἡ, v. κοτυλίσκος.
κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδίσκη, φιαλίσκη)].