νοσοεργός
From LSJ
Full diacritics: νοσοεργός | Medium diacritics: νοσοεργός | Low diacritics: νοσοεργός | Capitals: ΝΟΣΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: nosoergós | Transliteration B: nosoergos | Transliteration C: nosoergos | Beta Code: nosoergo/s |
όν, causing sickness, Poet.de herb.39.
νοσοεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ προξενῶν νόσον, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 39.
νοσοεργός, -όν (Α)
αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, ξυλο-εργός].