ὠμοκοτύλη
From LSJ
Full diacritics: ὠμοκοτύλη | Medium diacritics: ὠμοκοτύλη | Low diacritics: ωμοκοτύλη | Capitals: ΩΜΟΚΟΤΥΛΗ |
Transliteration A: ōmokotýlē | Transliteration B: ōmokotylē | Transliteration C: omokotyli | Beta Code: w)mokotu/lh |
[ῠ], ἡ, shoulder-joint, Poll.2.137.
ὠμοκοτύλη: ἡ, ἡ τοῦ ὤμου ἄρθρωσις, καλουμένη καὶ ἐντύπωσις, Πολυδ. Β´, 137.
ἡ, Α
η άρθρωση του ώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κοτύλη «κοιλότητα»].