ὠκεάνειος
From LSJ
English (LSJ)
ον, of Ocean, Gal. 19.189, Porph. Chr. 69, Sch. rec. A. Pr. 300, Sch. E. Hipp. 121, etc. (sts. incorrectly written ὠκεάνιος).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκεάνειος: -ον, ὁ εἰς τὸν ὠκεανὸν ἀνήκων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 300, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππόλυτ. 121, Γαλην., Εὐστ., κλπ.· συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως ὠκεάνιος.