ἀναπράττω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
v. ἀναπράσσω.
Spanish (DGE)
I 1obligar a pagar, cobrar χρήματα Th.8.107, τὰς καταστάσεις Lys.16.6, τό τε κεφαλαῖον καὶ τὸν τόκον IG 9(1).694.58 (Corcira), τοὺς τόκους Plu.2.295d, v. med. mismo sent. ἄχρις ἂν τὰ ἴδια ἀναπράξωνται Ph.1.635
•fig. obligar a cumplir ὑπόσχεσιν Th.2.95, un voto, Ar.Au.1621, τὰς δίκας Babr.127.5.
2 embargar τὰ ἐμφανέα IG 92.4.21 (Termon IV a.C.).
3 v. med. castigar ἐὰν πικρὰς ... ἀπὸ τῶν ἁμαρτόντων ἀναπράττωνται δίκας si castigan con duras penas a los que han delinquido D.H.6.19.
II reclamar un pago ya efectuado OGI 669.20 (Egipto I d.C.).
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀναπράσσω.