ἀναπράσσω
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
English (LSJ)
Att. ἀναπράττω, contr. ἀμπράσσω, exact, levy money or debts, Th.8.107, Lys.16.6; ἀ. τό τε κεφάλαιον καὶ τὸν τόκον IG9(1). 694.58 (Corcyra); demand back, of loans already repaid, OGI669.20 (so in Med., of interest already paid, Plu.2.295d); ἀ. ὑπόσχεσιν exact the fulfilment of a promise, Th.2.95, cf. Ar.Av.1621; distrain upon, τὰ ἐμφανέα SIG554.16 (Thermon):—Med., exact for oneself, δίκας D.H.6.19.
German (Pape)
[Seite 204] att. ἀναπράττω, eintreiben, χρήματα Thuc. 8, 107; Gegensatz von ἀποδοῦναι 2, 95; die Erfüllung eines Gelübdes, Ar. Av. 1621; παρά τινος, Xen. Anab. 7, 7, 26. – Med., für sich einfordern, τὰς καταστάσεις παρά τινος Lys. 16, 6; Sp.
French (Bailly abrégé)
exiger, se faire rendre : (χρήματα) παρά τινος XÉN (de l'argent) de qqn ; ὑπόσχεσιν THC exiger l'accomplissement d'une promesse;
Moy. ἀναπράσσομαι se faire payer.
Étymologie: ἀνά, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπράσσω: атт. ἀναπράττω тж. med. требовать, взыскивать, взимать (χρήματα Thuc., Xen.; τὰς καταστάσεις παρά τινος Lys.; τὸν μισθὸν παρά τινος Xen.; τόκους Plut.): ὑποσχέσεις ἀναπρᾶξαι Thuc. добиться исполнения обещанного.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπράσσω: Ἀττ. -πράττω, συντετμ. ἀμπρ-: μέλλ. -πράξω: εἰσπράττω διὰ τῆς βίας, χρήματα, ἢ ἁπλῶς εἰσπράττω, Θουκ. 8. 107, Λυσ. 146. 10· ἀν. τό τε κεφάλαιον καὶ τὸν τόκον Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 58· ἀν. ὑπόσχεσιν, ἀπαιτῶ καὶ λαμβάνω τὴν ἐκπλήρωσιν ὑποσχέσεως, Θουκ. 2. 95, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1621: ― Μέσ., ἀπαιτῶ καὶ λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, δίκας Διον. Ἁλ. 6. 19: συλλέγω, εἰσπράττω, τόκους Πλούτ. 2. 295D.
Greek Monolingual
ἀναπράσσω και αττ. ἀναπράττω και ποιητ. ἀμπράττω (Α)
1. εισπράττω εξαναγκαστικά, με τη βία (χρήματα ή χρέη)
2. εξαναγκάζω για την εκπλήρωση υποχρεώσεως
3. μεσ. απαιτώ και παίρνω για τον εαυτό μου.
Greek Monotonic
ἀναπράσσω: Αττ. -πράττω, μέλ. -πράξω, τραβώ με τη βία, εκβιάζω, εισπράττω χρήματα ή χρέη, σε Αριστοφ., Θουκ.· ἀν. ὑπόσχεσιν, απαιτώ την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης, σε Θουκ.
Middle Liddell
to exact, levy money or debts, Ar., Thuc.; ἀν. ὑπόσχεσιν to exact the fulfilment of a promise, Thuc.
Chinese
原文音譯:pr£ssw 普拉所
詞類次數:動詞(38)
原文字根:實行 相當於: (עָשָׂה) (פֹּעַל)
字義溯源:實行*,行,作,取,交付,觀看,作事,辦,辦理,進行,作出,頒佈,犯(罪),犯了罪,得回來,要去行,行的人。參讀 (ἀναπληρόω)同義字
同源字:1) (διαπραγματεύομαι)全然忙碌 2) (πρᾶγμα)事 3) (πραγματεία)事務 4) (πραγματεύομαι)忙碌,作買賣 5) (πράκτωρ)實行的人,差役 6) (πρᾶξις)實施 7) (ἀναπράσσω / πράσσω)實行
出現次數:總共(39);路(6);約(2);徒(13);羅(10);林前(2);林後(2);加(1);弗(1);腓(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 行(6) 徒26:20; 羅1:32; 羅2:2; 羅2:3; 林前5:2; 加5:21;
2) 作(4) 路22:23; 約3:20; 約5:29; 羅13:4;
3) 作⋯事(3) 路23:15; 徒25:25; 徒26:31;
4) 辦(1) 帖前4:11;
5) 你們要去行(1) 腓4:9;
6) 作出(1) 羅9:11;
7) 我作的(1) 羅7:15;
8) 我所作的(1) 弗6:21;
9) 犯了⋯罪(1) 徒25:11;
10) 他⋯行的(1) 林後5:10;
11) 他們⋯行的(1) 林後12:21;
12) 我⋯作(1) 林前9:17;
13) 我⋯去作(1) 羅7:19;
14) 你⋯行(1) 羅2:25;
15) 你行(1) 羅2:1;
16) 作的(1) 徒26:26;
17) 你們作了(1) 徒3:17;
18) 辦理(1) 徒5:35;
19) 作過(1) 路23:41;
20) 我們所作的(1) 路23:41;
21) 得回來(1) 路19:23;
22) 就作得(1) 徒15:29;
23) 要去(1) 徒16:28;
24) 進行(1) 徒26:9;
25) 取(1) 路3:13;
26) 行事(1) 徒19:36;
27) 曾行過(1) 徒19:19;
28) 頒佈(1) 徒17:7;
29) 行的人(1) 羅1:32