ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Full diacritics: λυμαντικός | Medium diacritics: λυμαντικός | Low diacritics: λυμαντικός | Capitals: ΛΥΜΑΝΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: lymantikós | Transliteration B: lymantikos | Transliteration C: lymantikos | Beta Code: lumantiko/s |
v. sub λυμαντής.
λυμαντικός, -ή, -όν (Α) λυμαντής
λυμαντήριος («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.).