βλαισόπους

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Spanish (DGE)

-ποδος, ὁ estevado, EM 199.32G.

Greek Monolingual

-ouv (AM βλαισόπους, -ουν)
αυτός που παρουσιάζει βλαισότητα, δυσμορφία, στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαισός + πους].