χανδοπότης
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Full diacritics: χανδοπότης | Medium diacritics: χανδοπότης | Low diacritics: χανδοπότης | Capitals: ΧΑΝΔΟΠΟΤΗΣ |
Transliteration A: chandopótēs | Transliteration B: chandopotēs | Transliteration C: chandopotis | Beta Code: xandopo/ths |
ου, ὁ, toper, AP11.59 (Maced.).
χανδοπότης: ου ὁ любитель выпить Anth.
χανδοπότης: -ου, ὁ, ὁ χανδόν, ἢ ἀθρόως ἢ ἀκορέστως πίνων, μέθυσος, χανδοπόται, βασιλῆος ἀεθλητῆρος Ἰάκχου Ἀνθ. Παλατ. 11. 59.
ὁ, Α
μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χανδόν + πότης.