νυκτοπόρος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

-ο θηλ. και -α (Α νυκτοπόρος και νυκτιπόρος, -ον)
αυτός που πορεύεται τη νύχτα, νυχτοπερπατητής
νεοελλ.
νυκτόβιος, ξενύχτης
αρχ.
ως κύριο όν. Νυκτιπόρος
ονομασία ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. oδoı-πόρος. Ο τ. νυκτιπόρος < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].