μαρμάρειος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
α, ον, = μαρμάρεος (flashing, gleaming, twinkling, of marble, sparkling, glistening), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμάρειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαρμάρειος, -εία, ον (Α)
βλ. μαρμάρεος (I).